- ὁμείρομαι
- + V 0-0-0-1-0=1 Jb 3,21to desire, to long for [τινος]; neol.Cf. SPICQ 1957 194(n.1); →MM
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ομείρομαι — ὁμείρομαι και ὀμείρομαι (Α) επιθυμώ, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η διόρθωση τού τ. σε ἱμείρομαι δεν γίνεται αποδεκτή] … Dictionary of Greek
ὁμειρομένη — ὁμείρομαι desire pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμειρομένῃ — ὁμείρομαι desire pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμειρόμενοι — ὁμείρομαι desire pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμειρόμενος — ὁμείρομαι desire pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμείρονται — ὁμείρομαι desire pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)